Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξεινοσύνη — ξεινοσύνη, ἡ (Α) (επικ. τ.) βλ. ξενοσύνη … Dictionary of Greek
ξενοσύνη — ξενοσύνη, ιων. και επικ. τ. ξεινοσύνη, ἡ (Α) [ξένος] η μεταξύ ξένων φιλία … Dictionary of Greek